-
1 διοπτρικα
-
2 διοπτρικάς
διοπτρικά̱ς, διοπτρικόςof: fem acc pl -
3 διοπτικα
-
4 δι-οπτρικός
δι-οπτρικός, ή, όν, zum Durchsehen geeignet, zur διόπτρα a) gehörig; ὄργανα Strab. 2. 1, 35; ἡ διοπτρική, Procl. zu Euclid., wie τὰ διοπτρικά, die Dioptrik, Plut. non posse 11, v. l. διοπτικά.
-
5 δι-οπτικά
-
6 διοπτρικός
δι-οπτρικός, ή, όν, zum Durchsehen geeignet; τὰ διοπτρικά, die Dioptrik
См. также в других словарях:
διοπτρικάς — διοπτρικά̱ς , διοπτρικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτρικός — ή, ό (AM διοπτρικός, ή, όν) [διόπτρα] Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτρα και τη χρήση της νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη διοπτρία ή τη διοπτρική 2. φρ. «διοπτρικό τηλεσκόπιο» αστρονομικό τηλεσκόπιο μόνο με φακούς, χωρίς κάτοπτρο II … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Κέπλερ, Γιοχάνες — (Johannes Kepler, Βάιλ, Βυρτεμβέργη 1571 – Ρέγκενσμπουργκ 1630). Γερμανός αστρονόμος και φυσικός φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν. Εκεί επηρεάστηκε από τον καθηγητή μαθηματικών Μίκαελ Μέστλιν, υποστηρικτή της ηλιοκεντρικής … Dictionary of Greek
Φρενέλ, Oγκιστέν-Ζαν — (Fresnel, 1788 – 1827). Γάλλος φυσικός και εφευρέτης. Οι επιστημονικές του έρευνες στράφηκαν, κυρίως, γύρω από την πόλωση του φωτός, τη διάθλαση, την απλή ανάκλαση και την κυματοειδή του διάδοση. Ως ερευνητής και επιστήμονας είχε μεγάλη φήμη, γι’ … Dictionary of Greek